υπνώτιση

υπνώτιση
[-ις (-εως)] η гипнотизация, гипнотизирование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υπνώτιση" в других словарях:

  • υπνώτιση — η, Ν [υπνωτίζω] 1. η πρόκληση τεχνητού ύπνου, ύπνωση 2. μτφ. το να μεταβάλλει κανείς κάποιον σε άβουλο όργανό του …   Dictionary of Greek

  • υπνώτιση — η το να υπνωτίζει κανείς κάποιον (να τον αποκοιμίζει) με τεχνητά μέσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπνωτίζω — Ν 1. υποβάλλω κάποιον σε υπνώτιση 2. μτφ. κάνω κάποιον άβουλο όργανο τής θέλησης μου 3. μέσ. υπνωτίζομαι μπορεί εύκολα κάποιος να μέ υπνωτίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypnotizer < υπνωτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ιωάνν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»